- παλαίφατος
- Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Ιστοριογράφος από την Άβυδο, που έζησε την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και υπήρξε φίλος του Αριστοτέλη. Δεν σώζονται παρά αποσπάσματα από τα έργα του Κυπριακά, Δηλιακά, Αττικά, Αραβικά και Τρωικά.
2. Περιπατητικός φιλόσοφος και γραμματικός του 3ου αι. π.Χ. Δεν είναι εξακριβωμένο αν καταγόταν από την Αλεξάνδρεια ή την Αθήνα. Οι γραμματικοί μνημονεύουν συχνά ως κυριότερο έργο του τα Τρωικά. Σώθηκε επίσης ένα μικρό έργο του, με τον τίτλο Παλαίφατος περί απίστων, που περιέχει απίστευτες διηγήσεις. Αποτελείται από 51 κεφάλαια, όπου περιγράφονται με σύντομα λόγια οι κυριότεροι μύθοι τη ελληνικής μυθολογίας. Το έργο αυτό φαίνεται να είναι επιτομή ενός άλλου μεγαλύτερου που χάθηκε και που έφερε τον τίτλο Λύσεις των μυθικών ειρημένων. Αυτό το έργο φαίνεται πως διαβαζόταν πολύ στους μεταγενέστερους χρόνους. Από την επιτομή που σώθηκε, βλέπουμε πως ο Π. προσπαθούσε να βρει τις φυσικές ερμηνείες των μύθων, ακολουθώντας τη μέθοδο του Ευήμερου. Άλλα έργα του είναι· Αιγυπτιακή θεολογία, Μυθικών βιβλίων A», Ιστορία ιδία, Υποθέσεις εις Σιμωνίδην, από τα οποία δεν σώζονται παρά μερικά αποσπάσματα. Άλλωστε, αμφισβητείται αν όλα αυτά ήταν δικά του έργα.
* * *παλαίφατος, -ον (Α)(ποιητ. τ.)1. αυτός που έχει λεχθεί από πολύ παλιά, που έχει προφητευθεί από τους παλαιούς χρόνους («παλαίφατος δ' ἐν βροτοῑς γέρων λόγος», Αισχύλ.)2. αυτός για τον οποίο υπάρχει φήμη από παλιά, ονομαστός, περίφημος, μυθώδης3. πολύ παλιός, παμπάλαιος («παλαίφατος γενεά», Πίνδ.)4. αυτός που έχει κάτι από πολύ παλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + φατός (< φημί), πρβλ. πρόσ-φατος].
Dictionary of Greek. 2013.